Η ΣΧΕΣΙΟΔΥΝΑΜΙΚΗ ΔΑΣΚΑΛΟΥ-ΜΑΘΗΤΩΝ ΣΤΙΣ ΟΜΙΛΙΕΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ
Η εκκλησία μας είναι ουρανός πολύφωτος που με το φως των αστεριών της καταυγάζει τους πιστούς και ως λαμπροί αστέρες αυτού του νοητού στερεώματος της εκκλησίας του Χριστού, ως φωστήρες της τρισηλίου θεότητος απαστράπτουν στην άχρονη αιωνιότητα της θείας ζωής των πιστών του Χριστού οι Τρεις Ιεράρχαι. Ο Βασίλειος ο Μέγας, ο ιερός Χρυσορρήμων Χρυσόστομος και ο θεολόγος Γρηγόριος με τις ροές των δακρύων της μετανοίας τους, με τα ασκητικά τους παλαίσματα, με τους μόχθους και τους αγώνες της προσευχής, με την αδιάλειπτη μνήμη του Θεού, με την πιστή και ακριβή τήρηση των εντολών του Χριστού, με τη διηνεκή μελέτη του λόγου του Θεού, με τη μελέτη θανάτου ως φιλοσοφία ζωής, με την αυταπάρνησή τους η οποία τους καθιστούσε ανά πάσα στιγμή κατά προαίρεση μάρτυρας, έφτασαν στα ύψη της χριστιανικής τελειώσεως και καθώς επέτυχαν τη μέθεξη του Τριαδικού Θεού και έγιναν έμπλεοι του θείου φωτός απολάμβαναν μυστικά τη θέα του Θεού κατά τον τρόπο που την απολάμβαναν και οι μαθητές του στο ορος Θαβώρ και βοούσαν στεναγμοίς αλαλήτοις: «καλόν εστίν ημάς ώδε είναι». Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε από την Γραφή, ούτε ο Χριστός και οι μαθηταί του έμειναν για πάντα στο όρος Θαβώρ, βιώνοντας το θεϊκό μεγαλείο της Μεταμορφώσεως, και κατά μίμησιν αυτών ούτε και οι τρεις Ιεράρχαι έμειναν για πολύ καιρό απομακρυσμένοι από τον κόσμο στη θεία μακαριότητα της ασκητικής ζωής. Η χριστοκεντρική και χριστομίμητη ζωή που επέλεξαν τους οδήγησε από πόνο και αγάπη για τον συνάνθρωπό τους , να αφήσουν την θαβώρεια μακαριότητα της ασκητικής ζωής και να κατέλθουν από το νοητό ύψος των μυστικών εμπειριών στην καθημερινότητα και τα προβλήματα του λαού του Θεού . Σπλαχνίστηκαν τους λαϊκούς της εποχής τους , γιατί τους είδαν, όπως και ο Κύριος, να έρχονται προς αυτούς ως πρόβατα μη έχοντα ποιμένα και να ζητούν διαποίμανση. Και δέχθηκαν συγκαταβαίνοντας στις ανάγκες και στα αιτήματα του λαού του Θεού να καταστούν ποιμένες και διδάσκαλοι της εκκλησίας και να γίνουν, κατά τον απόστολο Παύλο, τα πάντα τοις πάσι. Δεν περιορίστηκαν στη στωική απάθεια , ούτε έκαναν δόγμα τους την αταραξία των σκεπτικών. Σήκωσαν τον σταυρό του Χριστού , κάνοντας τον πόνο του ποιμνίου τους δικό τους πόνο για να ομολογήσουν μαζί με τον απόστολο Παύλο:
Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ; Τις σκανδαλίζεται και ουκ εγώ πυρούμαι;
Παρηγόρησαν τους πενθoύντες, στήριξαν τους ολιγοψύχους, στηλίτευσαν την κοινωνική αδικία και την κρατική αυθαιρεσία, κατήγγειλαν την τοκογλυφία και την εκμετάλλευση των πτωχών από τους πλουσίους, δεν αδιαφόρησαν και για τα πιο μικρά ζητήματα της καθημερινότητας των πιστών. Είχαν λόγο για όλα τα κοινωνικά και για όλα τα ανθρώπινα ζητήματα. Για την οικονομία, για το ήθος της πολιτικής εξουσίας, για το δίκαιο και τη νομοθεσία, για την ιατρική, για το γάμο, για την ανατροφή των παιδιών, για το ποιες γυναίκες πρέπει να παίρνουν οι άνδρες, για την αξία της σοφίας των Ελλήνων και το μπόλιασμά της με τη θεϊκή σοφία του Χριστού, για τη θέση του ανθρώπου μέσα στο φυσικό κόσμο , για την ελεημοσύνη και την φιλανθρωπία, για την ισότητα και την ισονομία. Αυτή η καταβύθιση του πνεύματος από το νοητό ύψος και το κάλλος της θείας μακαριότητος στα κοινά και τετριμμένα, στα μάταια και πρόσκαιρα του ανθρωπίνου βίου, από τα ουράνια στα επί γης δεν ήταν μια ανώδυνη και εύκολη υπόθεση. Απαιτούσε πόνο και οδύνη, ταπείνωση και συγκατάβαση. Ήταν το θαύμα της οδυνωμένης αγάπης.
Έτσι, στο έργο τους , το οποίο είναι κοινό κτήμα για τους πιστούς όλων των εποχών, καθώς διαχρονικά η εκκλησία είναι μία για όλους και το Πνεύμα είναι ένα και το αυτό, ο κάθε άνθρωπος βρίσκει να καθρεπτίζεται η κατάστασή του . Από αυτήν την άποψη και ο δάσκαλος και ο παιδαγωγός συναντούν στα κείμενα και τις Ομιλίες των τριών Ιεραρχών τα διαχρονικά πρακτικά, καθημερινά προβλήματα που ταλανίζουν τους δασκάλους στην άσκηση του παιδαγωγικού τους έργου αλλά και τον παιδαγωγό ως αιώνιο κατά Χριστόν αρχέτυπο στο οποίο μπορούν να αναφέρονται και να προσανατολίζονται.
Ένα πολύ ειδικό θέμα ψυχοπαιδαγωγικής υφής που συναντούμε στις ομιλίες του ιερού Χρυσοστόμου είναι το ζήτημα της σχεσιοδυναμικής δασκάλου μαθητών, δηλαδή το πώς ο δάσκαλος και οι μαθητές επηρεάζονται και διαμορφώνουν ο ένας τον άλλον στο πλαίσιο μιας δυναμικής διαπροσωπικής σχέσης η οποία εδράζεται στην συναισθηματική αλληλεπίδραση και στο επίκεντρο της οποίας βρίσκεται η αμοιβαία αγάπη, εκτίμηση και αναγνώριση.
Για τον ιερό Χρυσόστομο το έργο του διδασκάλου έχει τρία ειδοποιά χαρακτηριστικά:
Πρώτον είναι υψηλό γιατί έχει να κάνει με την καλλιέργεια της αθανάτου και θεοειδούς ψυχής. Ο διδάσκαλος γεωργεί τας ψυχάς.
Δεύτερον είναι κοπιαστικό και οδυνηρό. Ο διδάσκαλος έλκει τον ζυγόν, τέμνει τον αύλακα
Τρίτον είναι παραγωγικό και δημιουργικό. Ο διδάσκαλος σπείρει τον σπόρον.
Επιπλέον, ο ιερός Χρυσόστομος υποστηρίζει ότι για τον δάσκαλο η διδασκαλία και η μάθηση δεν συνιστούν αυτοσκοπό αλλά έχουν συγκεκριμένη στόχευση , τόσο αναφορικά με το μαθητή ως άτομο, όσο και αναφορικά με τον κοινωνικό ρόλο του μαθητή. Κατά πρώτο λόγο ο πόνος και ο μόχθος του δασκάλου δεν είναι απλά και μόνο να κατορθώσει να έχει έναν ικανό και πρόθυμο ακροατή, αλλά το παιδευθήναι , δηλ. η διάπλαση της ψυχής του μαθητή και η διά της ασκήσεως των αρετών μόρφωσίς του εις άνδρα τέλειον , κατά το πρότυπο του Χριστού. Κατά δεύτερο λόγο η μάθηση δεν συνιστά αυτοσκοπό ο οποίος εξικνείται στα όρια της διαμόρφωσης της προσωπικότητας του μαθητή. Ο μαθητής δέχεται τη γνώση από τον δάσκαλο όχι με τη στατική αλλά με τη δυναμική της έννοια, δηλαδή με σκοπό να την μεταβιβάσει και σε άλλους και να γίνει πολλαπλασιαστής της γνώσης στο κοινωνικό σώμα. Με αυτό τον τρόπο, σύμφωνα με τον Χρυσόστομο, το έργο του δασκάλου διευρύνεται, απλώνεται έξω από τα στενά όρια της αίθουσας και ο αριθμός των μαθητών πολλαπλασιάζεται, εφόσον οι πρώτοι λίγοι μαθητές, διαδίδοντας αυτά που έμαθαν, προσελκύουν και πολλούς άλλους στη γνώση και , επί της ουσίας, τους κάνουν συμμαθητές τους. Έτσι οι λίγοι γίνονται πολλοί, αναμορφώνουν και αναπλάθουν την κοινωνία. Αυτή η φιλοσοφία για τη διαχείριση της γνώσης είναι που λαμπρύνει το έργο του διδασκάλου και του προσδίδει μια κυρίαρχη θέση μέσα στο κοινωνικό σώμα.
Υπό αυτήν την έννοια ο δάσκαλος όταν διδάσκει δεν έχει υπόψη του μόνο αυτούς που διδάσκει εκείνη τη στιγμή και τους έχει μπροστά του, αλλά και τους πόρρωθεν όντας, αυτούς δηλαδή που θα γίνουν έμμεσα μαθητές του μέσα από τη διάδοση του λόγου του και σε άλλους. Το γεγονός αυτό αυξάνει την ευθύνη του δασκάλου και καθιστά το έργο του ακόμη πιο υψηλό και σπουδαίο. Όταν αυτό το συνειδητοποιήσει, όπως ο απόστολος Παύλος, η αγάπη του και η μέριμνά του απλώνεται προς πάντας και στους οικείους και γνώριμους μαθητές, αλλά και στους άγνωστους και πολύ περισσότερους μαθητές που θα έλθει σε κοινωνία μαζί τους μέσω του λόγου του.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που πρέπει να θεμελιώνει και να διέπει τη σχέση δασκάλου μαθητών είναι η προθυμία και η ζέση των μαθητών να ανταποκριθούν στο έργο του δασκάλου από τη μια και η φιλοστοργία του δασκάλου προς τους μαθητές από την άλλη. Αυτή η ανταπόκριση των μαθητών μπορεί να φτάσει την αγάπη του δασκάλου σε πολύ υψηλά μέτρα, ώστε να καταλυθεί και αυτή ακόμη η ιεραρχική διαβάθμιση ανάμεσά τους, όπως συνέβαινε και στην περίπτωση του αποστόλου Παύλου, ο οποίος νιώθει και καλεί τους μαθητές του, «αδελφούς». Γράφει συγκεκριμένα, ο ιερός Χρυσόστομος: «Τέτοιο πράγμα είναι η αγάπη. Αποβάλλει κάθε ανισότητα και διαφορά και δεν γνωρίζει καμμία υπεροχή ή αξίωμα, αλλά και αν ακόμη κανείς κατέχει την υψηλότερη θέση από όλους, συγκαταβαίνει και έρχεται στη θέση και του πλέον ταπεινού και άσημου, όπως ακριβώς έπραττε και ο απόστολος Παύλος».
Κατά τον ιερό Χρυσόστομο η σχέση του δασκάλου με τους μαθητές του δεν είναι εξουσιαστική, αλλά υπαρξιακή μέσα στα πλαίσια της συναλληλίας, όπου μαθητές και δάσκαλος βιώνουν το ίδιο συναίσθημα εξάρτησης και υπαρξιακής πλήρωσης εις τρόπον ώστε να μην μπορούν να υπάρξουν ο ένας χωρίς τον άλλον. Δηλωτική αυτού του βιώματος είναι η εξομολόγηση του Χρυσοστόμου στο ακροατήριό του: «Μια μέρα έμεινα μακριά σας και είναι σα να αποχωρίστηκα έναν ολόκληρο χρόνο και έτσι στενοχωριόμουν και αδημονούσα. Και γνωρίζετε ότι σας λέω αλήθεια γιατί και σεις πάθατε το ίδιο». Η αμοιβαιότητα αυτή στα συναισθήματα και τα βιώματα δασκάλου και μαθητών είναι που οικοδομεί και διαμορφώνει εκείνη την παιδαγωγική σχέση, η οποία καλλιεργεί και αξιοποιεί τις συγκινήσεις ως πρωταρχικό παράγοντα επίτευξης των παιδαγωγικών και γνωστικών στόχων που θέτει η διδασκαλία. Και πρέπει να διευκρινιστεί ότι η συγκίνηση που αναδύεται μέσα από τη σχέση αυτή δεν είναι ούτε μεθοδευμένη, ούτε τεχνητή, ούτε προσποιητή στα πλαίσια μιας τυποποιημένης, στεγνής διδακτικής πρακτικής και φιλοσοφίας, κάτι που θα απηχούσε πρακτικές και μεθοδεύσεις των στωικών, οι οποίοι αρκούνται σε προσποιητά συναισθήματα για να μην πλήξουν την αταραξία της ψυχής τους. Πρόκειται για ζωντανή, ανυπόκριτη κα αυθόρμητη αγαπητική στάση η οποία εκδηλώνεται με έντονο πολλές φορές τρόπο. Είναι εκπληκτικές οι εικόνες και οι αναλογίες που πλάθει ο Χρυσόστομος για να περιγράψει την συναισθηματική του εξάρτηση από το ακροατήριό του και τους μαθητές του και να αποδώσει παραστατικά με ανθρώπινα μέτρα τους παλμούς της καρδιάς του δασκάλου που δεν περιγράφονται με λόγια. Τη μια αισθάνεται ως βρέφος που επιζητεί το ακροατήριό του ως τη μάνα που τον θηλάζει:
«Σαν ένα βυζασταρούδι που τό κοψαν ξαφνικά από την μητρική θηλή, κι όπου κι αν το πάνε, γυρνά από δω κι από κει το κεφαλάκι του, γυρεύοντας να δει τη μανούλα του, το ίδιο έπαθα και γω. Από τη στιγμή που ξέκοψα από τη μητρική αγκαλιά σας, όλο τον καιρό ολοένα κοιτούσα εδώ και κει , λαχταρώντας παντού τον δικό σας όμιλο».
Από την αναλογία αυτή καθίσταται σαφές ότι για τον Χρυσόστομο ο όμιλος των μαθητών είναι οι μητρικές αγκάλες, όπου νιώθει ανακούφιση και υπαρξιακή πληρότητα, η πηγή της ζωής, ο τόπος όπου ικανοποιεί τον εσώτερο προορισμό του για τελείωση. Αντιλαμβανόμαστε σαφώς ότι σε μια παιδαγωγική σχέση δεν είναι μόνο ο μαθητής που δέχεται τροφή από το δάσκαλο, αλλά και ο δάσκαλος ζει και αναπνέει από τη σχέση του με τον μαθητή. Ο δάσκαλος υφίσταται ως δάσκαλος επειδή υπάρχει ο μαθητής. Χωρίς μαθητή θα ήταν παράλογο να αυτοπροσδιορίζεται κανείς ως δάσκαλος. Σε μεγάλο βαθμό , στα πλαίσια της δυναμικής σχέσης δασκάλου-μαθητή, στη διάρκεια της οποίας αναπτύσσονται δυνάμεις εκατέρωθεν, ο μαθητής είναι αυτός που κάνει τον δάσκαλο. Είναι αλήθεια ότι πολλές φορές όταν ο δάσκαλος μπαίνει στην αίθουσα για να διδάξει έχει την αγωνία της επιτυχίας του μαθήματος. Απόρροια αυτής της αγωνίας είναι η άσκηση αυτοκριτικής. Νιώθει τις δυνάμεις του πολύ μικρές , αισθάνεται συχνά την ανεπάρκειά του , αμφιβάλλει για την ικανότητά ή τη δυνατότητα να ανταποκριθεί στο δύσκολο έργο του. Καταλαβαίνει ότι δεν μπορεί να τα βγάλει πέρα μόνος του. Χρειάζεται ένα χέρι βοηθείας έναν συμπαραστάτη. Πού να το βρει όμως αυτό το χέρι να τον τραβήξει προς τα πάνω, να τον στηρίξει, να τον ανεβάσει ψηλά , παρά στους μαθητές του; Η διδασκαλία θέλει έμπνευση και τον δάσκαλο τον εμπνέουν οι μαθητές. Όταν το ακροατήριο διψά, όταν αδημονεί, όταν απαιτεί, όταν αγκαλιάζει με την αγάπη του, όταν συγκινεί, τότε και ο δάσκαλος μεταμορφώνεται και έρχεται εις την αρίστην διάθεσιν. Κατά κάποιο τρόπο οι μαθητές με τον τρόπο τους ασκούν στο δάσκαλο μια θεμιτή βία, μία δημιουργική και αγαπητή τυραννίδα. Είναι η τυραννίς της αγάπης, κατά τον ιερό Χρυσόστομο. Αυτή είναι που κάνει το δάσκαλο να τα δώσει όλα στη διδασκαλία. Καλύτερα , όμως να μας τα πει ο ίδιος ο Χρυσόστομος, με τον δικό του ανεπανάληπτο και απαράμιλλο τρόπο.
« Νιώθω αδύναμος και φτωχός και αισθάνομαι ότι έχω διδακτική ανεπάρκεια. Μόλις, όμως, δω την αγαπημένη σας συντροφιά λησμονώ και την αδυναμία, ξεχνώ και την ανεπάρκεια, αφήνω στην άκρη και την φτώχεια . Αυτά κάνει τη αγάπη σας που με κατατυραννά. Γι αυτό και σας στρώνω το φτωχικό μου τραπέζι , με τέτοια διάθεση, σα να είμαι πιο πλούσιος και από τους πλούσιους. Και εσείς είστε που με κάνετε να αισθάνομαι πλούσιος και με ανεβάζετε ψυχολογικά, εσείς που με τη δίψα σας για μάθηση ανορθώνετε τους καταπτοημένους, καθώς με ανοιχτό το στόμα περιμένετε να ακούσετε λόγο από το δάσκαλο και κρέμεστε από τα χείλη του. Είστε σαν τα μικρά τα χελιδονάκια, τα οποία κάθε φορά που βλέπουν τη μανούλα τους να πετάει και να τα πλησιάζει, ξεπροβάλλουν τα κεφαλάκια τους από τη φωλιά και με τους λαιμούς να κρέμονται από έξω λαμβάνουν την τροφή τους. Με τον ίδιο τρόπο και εσείς προσηλώνοντας το βλέμμα σας με όλη σας την καρδιά στον ομιλητή, λαμβάνετε την διάλεξη που διακομίζει η γλώσσα του και, πριν ακόμη οι λέξεις ξεπηδήσουν από το στόμα μου, η διάνοιά σας αρπάζει αμέσως τα λεγόμενά μου.»
Τελικά, για τον Χρυσόστομο ο δάσκαλος στη σχέση του με τους μαθητές μπορεί να νιώθει και ως βρέφος και ως μητέρα. Φαίνεται αντινομικό αλλά δεν είναι. Είναι η υπέρβαση της τυπικής λογικής που βιώνουμε στην Ορθοδοξία. Η αρμονική σύνθεση των εναντίων. Ο δάσκαλος και τρέφει και τρέφεται και καλύπτει και καλύπτεται και στηρίζει και στηρίζεται. Και επί της ουσίας όντας δάσκαλος νιώθει μαθητής και νιώθοντας μαθητής είναι δάσκαλος. Ένας χριστιανικός χρυσοστομικός μετασχηματισμός και μια τελείωση της ατελούς σωκρατικής φιλοσοφίας για τον δάσκαλο και το ρόλο του.
Τελεώνοντας, οφείλουμε μια διευκρίνηση. Οι μαθητές εμπνέουν το δάσκαλο, γιατί πρώτα τους έχει εμπνεύσει αυτός. Από το δάσκαλο εκπορεύεται η έμπνευση και στο δάσκαλο επιστρέφει μέσω των μαθητών. Είναι μια κυκλική κίνηση , η οποία στην πορεία της διδασκαλίας γίνεται αναγωγική , καθώς διά του λόγου παίρνει τις συγκινήσεις από το επίπεδο της καρδιάς και τις ανεβάζει στο νου και από εκεί τις επιστρέφει πάλι πίσω στην καρδιά, όπου και φυλάσσονται όλα όσα άκουσε ο μαθητής από το δάσκαλο.
Πώς, όμως, εμπνέει ο δάσκαλος το μαθητή; Πρωταρχικά ο δάσκαλος εμπνέει με τη ζωή του, με το παράδειγμά του. Όπως πολύ εύστοχα διαπιστώνει ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς «Λόγω παλαίει πας λόγος, βίω δε τις;» . Έτσι και για τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο εκείνο που καταξιώνει έναν δάσκαλο στα μάτια των μαθητών του δεν είναι ούτε η κομψή ενδυμασία, ούτε τα φτιασιδώματα, ούτε ο πλούτος. Είναι η αρετή του βίου. Το υψηλό ήθος, η εγκράτεια, η εντιμότητα, η συνάφεια λόγων και έργων και, επιπλέον, ο λιτός βίος. Ως υποδείγματα εναρέτων δασκάλων οι οποίοι ακριβώς με το λιτό, πτωχικό και ασκητικό τους βίο ενέπνευσαν τους μαθητές τους αναφέρει τους αρχαίους Έλληνες φιλοσόφους: τον Σωκράτη, τον Πλάτωνα, τον Διογένη. Και, μάλιστα, αναφέρει ότι ακριβώς επειδή ήταν πτωχοί ως δάσκαλοι γι αυτό το λόγο ήταν πιο ισχυροί και πιο λαμπροί και από τους πλέον ισχυρούς ηγεμόνες της εποχής τους. Ο Σωκράτης κρίνεται ως πιο επιφανής από το βασιλιά της Μακεδονίας Αρχέλαο, ο Πλάτωνας πολύ πιο σημαντικός από τον τύραννο των Συρακουσών Διονύσιο, ο Διογένης πιο λαμπρός από τον Φίλιππο. Όλοι αυτοί είχαν έναν πολύτιμο θησαυρό: την έντιμον πενίαν, για να επικαλεστούμε μια ωραία φράση του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη. Για τον Χρυσόστομο ένα από τα πιο εμφανή σημάδια ότι η κοινωνία έχει διαφθαρεί είναι όταν οι εκπαιδευτικοί φτάνουν στο σημείο να νιάζονται μόνο για την τσέπη τους.
Και κατά έναν δεύτερο λόγο ο δάσκαλος εμπνέει τον μαθητή με τις γνώσεις του και την κατάρτισή του. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Χρυσόστομος, ο διδάσκαλος δεν είναι από φύσεως διδάσκαλος, υπό την έννοια ότι το όνομα από μόνο του δεν κάνει το δάσκαλο ή διά μαγείας δεν γίνεται κανείς δάσκαλος. Ο δάσκαλος παρομοιάζεται με έναν χρυσοφόρο ποταμό, ο οποίος μεταφέρει την γνώση ως χρυσίτιν κόνιν, χάρη στο γεγονός ότι στην πορεία της ροής του περνά από όρη και βουνά τα οποία έχουν φλέβες χρυσού, περνά δηλαδή από πολλά χρυσοφόρα επίπεδα της γνώσης, μελετά πολύ και αυτό που αποκομίζει κατά την επίπονο αυτή διαδρομή, το καταθέτει στους μαθητές του.
Αυτός είναι ο δάσκαλος κατά τον ιερό Χρυσόστομο, όπως ορίζεται και διαμορφώνεται από τη σχεσιοδυναμική που αναπτύσσεται ανάμεσα σε αυτόν και τους μαθητές του. Είναι ο ζωντανός δάσκαλος, αυτός που ζει για τους μαθητές και από τους μαθητές. Ο ποιμήν ο καλός, ο οποίος δίνει για το ποίμνιο την ίδια του τη ζωή και όταν δει τους λύκους να πλησιάζουν δεν το βάζει στα πόδια ούτε βρίσκει ένα καλύβι να κρυφτεί και να γλυτώσει. Αυτό ο ιερός Χρυσόστομος το είχε βασική αρχή, το έκανε πράξη και το πλήρωσε με τη ζωή του. Για την αγάπη των μαθητών του κυνηγήθηκε και διώχθηκε από τους κοσμοκράτορες της εποχής του, πεθαίνοντας ως μάρτυρας εξόριστος και βασανισμένος. Όλα για την αγάπη των μαθητών, τίποτε για τον εαυτό του. Μια αγάπη πηγαία, χωρίς υποκρισία, χωρίς ιδιοτέλεια. Μια αγάπη ασκητική, χωρίς την επιζήτηση της καλοπέρασης και του βολέματος. Μια αγάπη ασυμβίβαστη και ανυποχώρητη. Μια αγάπη της θυσίας, μια αγάπη του μαρτυρίου.
Ένας τέτοιος δάσκαλος δεν είναι υπάλληλος, αλλά λειτουργός. Προσφέρει και προσφέρεται υπέρ του λαού, υπέρ των μαθητών του. Η ζωή του είναι μια διαρκής προσφορά, χωρίς όρια, χωρίς ανάπαυση. Στη διάρκεια μιας λιτανείας στην Κωνσταντινούπολη, ο ιερός Χρυσόστομος εκφώνησε δεκαοκτώ ομιλίες κάτω από την συνεχή πίεση των μαθητών του, να ακούσουν, να μάθουν. Και όσο αυτός μιλούσε, τόσο αυτοί διψούσαν περισσότερο και απαιτούσαν να συνεχίσει και εύχονταν, αν ήταν δυνατόν, να μην τελείωνε ποτέ αυτή η ευλογία, αυτή η χάρις, αυτή η ζωντανή αγάπη. Και όταν πήρε το δρόμο για την εξορία και το μαρτύριο, τον αποζητούσαν λέγοντας:
«Συνέφερεν, ίνα ο ήλιος συσταλή ή ίνα το στόμα Ιωάννου σιωπήση».
Έτσι συμβαίνει σε μια γνήσια παιδαγωγική σχέση. Όταν έρχεται η ώρα να αποχωρήσει ο δάσκαλος, για το μαθητή είναι σα να σβήνει ο ήλιος. Κι αυτό γιατί η παιδεία και ιδιαίτερα η παιδεία του Χριστού, αυτή που θεμελίωσαν και οικοδόμησαν οι Τρεις Ιεράρχες με τη ζωή τους και τον λόγο τους είναι το φως το αληθινόν. Το φως που φωτίζει και αγιάζει πάντα άνθρωπον ερχόμενον εις τον κόσμον.
Εμείς οι δάσκαλοι του 21ου αιώνα λάβαμε αυτήν την παιδεία ως παρακαταθήκη από τους τρεις Ιεράρχες. Ας αντιληφθεί ο καθένας μας τι βάρος ευθύνης σηκώνει στους ώμους του και ποιο θησαυρό έχει κληθεί να διαχειρισθεί. Το ζήτημα είναι να είμαστε καλοί οικονόμοι αυτής της κληρονομιάς, αυτού του πλούτου. Όλα θα κριθούν από το αν ο κάθε ένας από μας επιθυμεί να αξιοποιήσει αυτόν τον θησαυρό. Αν πραγματικά το επιθυμούμε, τότε οι επιθυμίες μας μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο.